Απαντήσεις στις Ερωτήσεις του Σεμιναρίου για τη Συγκομιδή της Ελιάς

ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ 

Πότε συστήνεται να γίνεται η προσθήκη κοπριάς στα ελαιόδεντρα; Συστήνεται γενικώς σαν πρακτική;

Η προσθήκη οργανικής ουσίας με την μορφή χωνεμένης κοπριάς αποτελεί μια σημαντική πηγή θρεπτικών στοιχείων για τα ελαιόδεντρα, ενώ παράλληλα συμβάλλει στην βελτίωση της δομής του εδάφους. Eπιτρέπει την καλύτερη συγκράτηση της υγρασίας από το έδαφος καθώς και της απορρόφησης του νερού από τα δέντρα, ενώ παράλληλα διατηρεί έναν υγιή και μεγάλο πληθυσμό μικροοργανισμών του εδάφους με ευεργετική επίδραση για την καλλιέργεια. Μάλιστα η συγκεκριμένη τεχνική λίπανσης έχει εξέχουσα σημασία στους βιολογικούς ελαιώνες όπου δεν επιτρέπεται η χρήση ανόργανων λιπασμάτων.

Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ερευνητικό Πρόγραμμα olive4climate, κατά μέσο όρο, ένας τόνος κοπριάς προμηθεύει 4 κιλά αζώτου, 2,5 κιλά φωσφόρου και 5 κιλά κάλιο στο έδαφος. Σε κάθε περίπτωση η κοπριά που θα χρησιμοποιηθεί πρέπει να έχει περάσει από την διαδικασία της κομποστοποίησης (να έχει δηλαδή χωνευτεί) ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος καψίματος στα δέντρα και να έχουν καταστραφεί φυτοπαθογόνοι μικροοργανισμοί και σπόροι ζιζανίων. Στην βιολογική ελαιοκαλλιέργεια, η κοπριά θα πρέπει να προέρχεται από βιολογικής ή εκτατικής εκτροφής ζώα.

Γενικά η εφαρμογή της κοπριάς συστήνεται να γίνεται το φθινόπωρο, πριν τις πρώτες βροχές ώστε να διευκολυνθεί η ενσωμάτωσή της στο έδαφος, ή σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την συγκομιδή, ώστε το δέντρο να έχει στην διάθεσή του εγκαίρως τα απαραίτητα θρεπτικά για την διαφοροποίηση των ανθοφόρων οφθαλμών που θα δώσουν την παραγωγή της επόμενης χρονιάς. Η ενσωμάτωση μπορεί να γίνει με την βοήθεια των βροχών, ή με μηχανική ενσωμάτωση, προσέχοντας πάντα να μην τραυματιστούν οι επιφανειακές ρίζες των ελαιόδεντρων.

Σύμφωνα με οδηγίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, πέρα από την χρήση κοπριάς μπορούν να εφαρμοστούν και άλλοι τρόποι οργανικής λίπανσης, όπως η εφαρμογή οργανικής κομπόστας από φυτικά υπολείμματα (θρυμματισμένα κλαδιά και φύλλα), η χρήση ελαιολυμάτων από τις δεξαμενές του ελαιοτριβείου, καθώς και η ενσωμάτωση στο έδαφος φυτών χλωρής λίπανσης. Μπορείτε να απευθυνθείτε στο Γεωπόνο της περιοχής σας για περισσότερες λεπτομέρειες. 

Πώς μπορούμε να βρούμε την χρονική στιγμή που ο καρπός θα έχει την μέγιστη ελαιοπεριεκτικότητα;

Η στιγμή που ο ελαιόκαρπος περιέχει την μέγιστη περιεκτικότητα σε λάδι διαφέρει από ποικιλία σε ποικιλία και εξαρτάται παράλληλα από την άρδευση που δέχεται ο ελαιώνας και τις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν. Σύμμαχος του παραγωγού στον προσδιορισμό του κατάλληλου χρόνου συγκομιδής με βάση την ελαιοπεριεκτικότητα είναι οι μικροελαιοποιήσεις. Σε αρκετά σύγχρονα ελαιουργεία υπάρχουν συσκευές μέτρησης της ελαιοπεριεκτικότητας σε μικρό δείγμα καρπού μέσα σε λίγα λεπτά. Πέρα από ιδιωτικά εργαστήρια, υπηρεσία προσδιορισμού ελαιοπεριεκτικότητας προσφέρει και το Ινστιτούτο Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών (ΕΛΓΟ-Δημητρα). Επειδή δεν ωριμάζουν όλοι οι καρποί ενός δέντρου ομοιόμορφα, και άρα θα έχουν διαφορετική ελαιοπεριεκτικότητα, ο παραγωγός θα πρέπει για την μικροελαιοποίηση, να πάρει αντιπροσωπευτικά δείγματα από διαφορετικά σημεία του δέντρου και του ελαιώνα στο σύνολό του. Καθώς -όπως αναφέραμε και παραπάνω- η στιγμή μέγιστης ελαιοπεριεκτικότητας όπως και το ποσοστό αυτής επηρεάζεται και από εξωγενείς παράγοντες, είναι σχεδόν αδύνατον να προσδιοριστεί εκ των προτέρων. Ως αποτέλεσμα, ο παραγωγός θα πρέπει να πραγματοποιεί μικροελαιοποιήσεις όταν οι καρποί φτάνουν κοντά στο στάδιο ωρίμανσης. Σήμα για άμεση συγκομιδή είναι όταν το ποσοστό ελαιοπεριεκτικότητας σταματήσει να αυξάνεται, ή έχουμε την πρώτη μέτρηση με χαμηλότερη ελαιοπεριεκτικότητα από την προηγούμενη ανάλυση. 

Υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια από εργαστηριακές αναλύσεις που να αποδεικνύουν ότι το Α ελαιόλαδο είναι καλύτερο από το Β; 

Ο χαρακτηρισμός ενός ελαιολάδου ως καλό ή ως το καλύτερο εξαρτάται από τις επιδόσεις του σε μια σειρά κριτηρίων ποιότητας. Τα κριτήρια αυτά βασίζονται στον προσδιορισμό των παρακάτω δεικτών: 

  1. Οξύτητα (περιεκτικότητα σε ελαϊκό οξύ → Παρθένο < 2%, Εξαιρετικά Παρθένο: < 0,8%, Ultra-Premium < 0,3%
  2. Δείκτες Κ (Κ232, Κ270) = Φασματοφωτομετρική εξέταση στο υπεριώδες, δηλαδή απορρόφηση στα μήκη κύματος 232 και 270. ΔΚ : Μαθηματική σχέση συντελεστών απορρόφησης υπεριώδους ακτινοβολίας (δείκτη νόθευσης).Τα Κ δίνουν στοιχεία για την γνησιότητα του ελαιολάδου, την ποιότητα και την κατάσταση συντήρησής του. Παρθένο: K232 < 2,6 / K270 < 0,25 Εξαιρετικά Παρθένο: K232 < 2,5 / K270 < 0,22
  3. Αριθμός υπεροξειδίων (στάδια οξείδωσης)
  4. Φαινόλες (αντοχή λαδιού στην οξείδωση)
  5. Αλκυλεστέρες-Αιθυλεστέρες 
  6. Ξένες Ύλες
  7. 1,2-διγλυκεριδία
  8. Υγρασία και πτητικά – υγρασία κατά KarlFischer
  9. Κηροί (<250)
  10. Οργανοληπτικά χαρακτηριστικά: γεύση και οσμή

Κατά συνέπεια, ένα ελαιόλαδο, για παράδειγμα, θα βαθμολογηθεί καλύτερα από ένα άλλο όταν έχει χαμηλότερη οξύτητα, υψηλότερο ποσοστό φαινολών, χαμηλότερους δείκτες Κ και χαμηλότερο ποσοστό σε ξένες ύλες. Βέβαια, το 10ο από τα κριτήρια ποιότητας (γεύση) έχει και μια πιο υποκειμενική χροιά, καθώς εξαρτάται εν μέρει και από τις προτιμήσεις του εκάστοτε καταναλωτή. 

Συνιστάται η συλλογή και ελαιοποίηση καρπών που πέφτουν από το δέντρο σε δίχτυα που έχουν τοποθετηθεί εκ των προτέρων;

Όχι, αυτή η τεχνική συγκομιδής δεν συστήνεται παρ’ ότι εφαρμοζόταν και εφαρμόζεται ακόμα σε αρκετούς ελαιώνες. Όπως αναφέρθηκε στη θεωρία του σεμιναρίου από τους εισηγητές αλλά και στη συνέχεια από τους τρεις παραγωγούς – ομιλητές, η μακρά παραμονή των καρπών στο δέντρο, που θα οδηγήσει τελικά στην υπερ-ωρίμανση και την φυσική τους πτώση (όταν η δύναμη αποκοπής φτάσει 2,5 Ν), οδηγεί στην παραγωγή ενός ελαιολάδου χαμηλότερης ποιότητας και καταπονεί τα δέντρα, βάζοντας σε κίνδυνο την παραγωγή του επόμενου έτους. Συγκεκριμένα, η παραμονή του καρπού στο δέντρο έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, και την σταδιακή αύξηση της οξύτητας και την μείωση των φαινολών. 

Όταν λέμε ότι όταν ο καρπός μένει παραπάνω διάστημα στο ελαιόδεντρο, υπάρχει μειωμένη καρποφορία την επόμενη χρονιά, για πόσο καιρό παραπάνω εννοούμε; 

Το ακριβές διάστημα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με μεγάλη ακρίβεια, καθώς εξαρτάται από πολλούς διαφορετικούς παράγοντες. Η γενική αρχή είναι ότι από την στιγμή που θα “πιάσει” ο καρπός την μέγιστη ελαιοπεριεκτικότητα (ανάλογα με την ποικιλία και την περιοχή αυτό συμβαίνει από τέλη Οκτωβρίου έως Δεκέμβριο) ο παραγωγός έχει περίπου 14-20 ημέρες να συγκομίσει ώστε να μην αρχίσει να μειώνεται η παραγωγή του επόμενου έτους. Όσο μεγαλύτερη η καθυστέρηση συγκομιδής, τόσο μεγαλύτερα προβλήματα και μείωση της παραγωγής θα αντιμετωπίσει ο ελαιοκαλλιεργητής της ερχόμενη χρονιά. Το φαινόμενο αυτό είναι γνώριμο σε πολλούς και ενισχύει την ένταση της παρενιαυτοφορίας του δέντρου. 

Σε βιολογική ξερική καλλιέργεια, που ο καρπός είναι ζαρωμένος λόγω της ανομβρίας, αξίζει να γίνει συγκομιδή φέτος ή όχι; 

Είναι κατανοητό να υπάρχει μια πρώτη απογοήτευση όταν ο παραγωγός αντικρίζει μια τέτοια εικόνα και ανησυχεί ότι η ποσότητα του ελαιολάδου που θα του δώσουν τέτοιοι αφυδατωμένοι καρποί θα είναι χαμηλότερη. Παρ’ όλα αυτά η συγκομιδή αυτή συστήνεται να γίνεται για 3 βασικούς λόγους. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω στις απαντήσεις των προηγούμενων 2 ερωτήσεων, η παραμονή των καρπών, σε όποια κατάσταση και να είναι, στο δέντρο, θα μειώσει την παραγωγή της ερχόμενης χρονιάς. Δεύτερον, οι καρποί που θα παραμείνουν στο δέντρο, ή πεσμένοι στον ελαιώνα, αποτελούν το τέλειο όχημα για ταχύ και πρώιμο πολλαπλασιασμό του δάκου (και όχι μόνο) την επόμενη χρονιά, δημιουργώντας πολύ μεγάλα προβλήματα στον παραγωγό. Τρίτον, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά και ο παραγωγός κ. Θεοδωρόπουλος Αθανάσιος (Lezi Olive Oil), οι καρποί αυτοί μπορούν να δώσουν ένα ποιοτικό ελαιόλαδο με υψηλές φαινόλες. Φυσικά, την ίδια στιγμή τέτοιοι καρποί μπορεί να έχουν ανεβασμένο ιξώδες. Εάν η συρρίκνωση των καρπών και το στάδιο ωρίμανσής τους δεν είναι πολύ προχωρημένο, τότε ο παραγωγός μπορεί είτε να αρδεύσει ώστε να αποκτήσουν οι καρποί και πάλι τη σπαργή τους ή να περιμένει τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές. 

Οι υψηλές θερμοκρασίες κατά την άνθιση επηρεάζουν την παραγωγή; Πώς μετριάζεται το πρόβλημα;

Μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχει διακύμανση μεταξύ των ποικιλιών ελιάς όσον αφορά την ανθεκτικότητά τους σε υψηλές θερμοκρασίες. Σε γενικές γραμμές όμως, θερμοκρασίες άνω των 30-32 βαθμών Κελσίου, κατά την διάρκεια την άνθισης, μπορούν να ζημιώσουν σημαντικά την καρπόδεση, καθώς προκαλούν αυτοστειρότητα, καθυστέρηση ανάπτυξης του γυρεοσωλήνα και μείωση της ζωτικότητας της γύρης. Δυστυχώς, δύσκολα αντισταθμίζονται προβλήματα ακραίων θερμοκρασιών και ιδιαίτερα όταν αυτές συμβαίνουν στο ευαίσθητο στάδιο της άνθισης. Πέρα από τον ψεκασμό των δέντρων με καολίνη που παρέχει ένα προστατευτικό φιλμ στα φύλλα (και τους καρπούς) και αντανακλά μέρος της έντονης ηλιακής ακτινοβολίας, ο παραγωγός θα πρέπει να έχει εκ των προτέρων μεριμνήσει ώστε τα δέντρα του να είναι υγιή και εύρωστα. Δέντρα σε καλή κατάσταση, αναμένεται να αντιμετωπίσουν καλύτερα ένα στρες (π.χ. καύσωνα). Τέλος, σε περιοχές όπου τα ηλιοεγκαύματα αποτελούν συχνό πρόβλημα, ο παραγωγός μπορεί να προσαρμόσει τα κλαδέματά του ώστε να αφήνει και κάποιους κλάδους σε σημεία κλειδιά για σκίαση. 

Είναι κατάλληλοι οι δονητές για πράσινες (άγουρες) ελιές;

Στις μέρες μας- ιδιαίτερα σε μεγαλύτερους και πιό σύγχρονους ελαιώνες- επιλέγεται όλο και περισσότερο η χρήση δονητικών μηχανημάτων για την συγκομιδή του καρπού από τα δέντρα. Αυτή η τεχνική συμβάλλει στην εξοικονόμηση χρόνου, εργατικών χεριών και αποτρέπει -ή έστω μειώνει – την δημιουργία πληγών στα δέντρα. Η εκμηχάνιση αυτή σε συνδυασμό με την όλο και πιό διαδεδομένη τάση πρώιμης συγκομιδής, δημιουργεί νέες ανάγκες που απαιτούν νέες καινοτόμες λύσεις. Βασική δυσκολία της πρώιμης συγκομιδής είναι ότι η δύναμη που απαιτείται για την αποκοπή των καρπών από το δέντρο είναι μεγαλύτερη. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ερευνητικό Πρόγραμμα olive4climate, στην αρχή της ωρίμανσης οι άγουροι καρποί έχουν δύναμη αποκοπής που ξεπερνά τα 6 Ν (Newton), ενώ σε ενδιάμεσο στάδιο ωρίμανσης η δύναμη αυτή διαμορφώνεται στα 4-4,5 Ν. Τέλος, σε προχωρημένο στάδιο ωρίμανσης η δύναμη πέφτει κάτω από τα 3 Ν και η φυσική πτώση των καρπών αρχίζει όταν φτάσει στα 2,5 Ν. Βεβαίως, η μείωση της δύναμης αποκοπής  διαφέρει μεταξύ ποικιλιών. Για να συμφέρει η χρήση δονητικών μηχανημάτων, η αποτελεσματικότητα συγκομιδής με αυτά πρέπει να ξεπερνά το 80-85%, ενώ παράλληλα δεν θα πρέπει να προκαλούν εκτεταμένες απώλειες φυλλικής επιφάνειας και τραυματισμό των κλάδων. Τα ελαιοραβδιστικά χαμηλής δόνησης STIHL SP 401, όπως και τα νέα SP 452, SP 482 μπορούν να μας βοηθήσουν να πάρουμε τον πολύτιμο καρπό χωρίς παράλληλα να τραυματίσουμε το δέντρο και να μειώσουμε έτσι την παραγωγή της επόμενης χρονιάς. Συγκεκριμένα, ο γάντζος του ελαιοραβδιστικού STIHL SP 401 έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει τη δόνηση τοπικά μόνο στο κλαδί που μας ενδιαφέρει, χωρίς να πληγώνεται το δέντρο, όπως μπορεί να συμβαίνει με άλλα μηχανήματα της αγοράς. 

Πόσες ημέρες μετά από (την πρώτη) βροχή πρέπει να γίνεται η συγκομιδή; Πόση ποσότητα νερού χρειάζεται ένα ελαιόδεντρο πριν τη συγκομιδή του καρπού;

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών, οι ετήσιες ανάγκες σε νερό των ελαιοδένδρων κυμαίνονται από 45 τόνους το στρέμμα, για ελιές μεγάλης ηλικίας, ενώ για νεαρά δέντρα 3-5 χρόνων, οι ανάγκες σε νερό φτάνουν τους 23 τόνους το στρέμμα. Παρά την γενικά υψηλή ανεκτικότητα της ελιάς στην ξηρασία, υπάρχουν κρίσιμες περίοδοι όπου θα πρέπει να καλύπτονται οι ανάγκες του δέντρου σε νερό, με βασική για την παραγωγή να είναι το τέλος Αυγούστου, που αρχίζει το φούσκωμα του καρπού και η συγκέντρωση σε λάδι. Μετά από μια μεγάλη περίοδο ανομβρίας τα δέντρα, όπως και οι καρποί, αναμένεται να παρουσιάζουν συμπτώματα αφυδάτωσης. Πολλοί παραγωγοί όπως και ο κ. Παναγιώτης Δανατζής (Socrates oil), επιλέγουν να συγκομίσουν μετά τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές, που θα επαναφέρουν την σπαργή στους καρπούς. Ο κ. Δανατζής αναφέρει ότι το διάστημα που πρέπει να μεσολαβήσει μετά την βροχή ώστε να ξεκινήσει η συγκομιδή είναι από μια έως τρεις ημέρες αναλόγως με το πόσο γρήγορα θα στεγνώσει το δέντρο. Σε ενημερωτικό φυλλάδιο, ο ΕΛΓΟ-Δημητρα αναφέρει ότι μετά τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές ενδέχεται οι καρποί να αποκτήσουν ένα ιώδες χρωματισμό και να φουσκώσουν. Όπως όμως τονίζει ο ΕΛΓΟ, οι παραγωγοί δεν θα πρέπει να βασιστούν σε αυτές τις αλλαγές και να τις εκλάβουν ως σήμα συγκομιδής, καθώς απαιτούνται μερικές επιπλέον εβδομάδες με ηλιοφάνεια για να προχωρήσει η δημιουργία λαδιού στους καρπούς. Είναι ζωτικής σημασίας να αποφεύγεται η συγκομιδή με βροχερό καιρό ή πολύ υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής υγρασίας για 2 λόγους. Πρώτον, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος προσβολής και μετάδοσης παθογόνων, τα οποία χρησιμοποιούν ως πύλες εισόδου τις πληγές του δέντρου. Δεύτερος, ο μουσκεμένος καρπός όταν θα μαζευτεί αναμένεται να αναπτύξει αρκετά υψηλές θερμοκρασίες, γεγονός που θα μειώσει κατά πολύ την ποιότητά του. 

Για τα κλαδιά που μενουν από τη συγκομιδή είναι καλύτερη η καταστροφή τους με θρυμματιστή αντί για την καύση;

Για να υπάρχει αξιόλογος όγκος κομμένων κλάδων μετά την συγκομιδή σημαίνει ότι ο παραγωγός εφάρμοσε μια ακατάλληλη μέθοδο συλλογής του καρπού, κατά την οποία έκοψε τους φορτωμένους με καρπό κλάδους και τους πέρασε από βοηθητικό μηχάνημα συλλογής στο έδαφος. Αυτή η τεχνική θα πρέπει αυστηρά να αποφεύγεται.  Σε αυτή την περίπτωση το δέντρο κινδυνεύει από προσβολή παθογόνων, ξεκινά την αποκατάσταση των χαμένων βλαστών, διαδικασία που λειτουργεί ανταγωνιστικά με την παραγωγή καρπού, ενώ την ίδια στιγμή δεν έχει γίνει κλάδεμα σύμφωνα με τις ανάγκες του δέντρου, καθώς αφαιρέθηκαν άναρχα τα κλαδιά. Χρειάζεται υπομονή έτσι ώστε να κατέβει ο καρπός από ένα υπερφορτωμένο κλαρί. Η καρατόμησή του για να τον πάρουμε δεν είναι η λύση, καθώς έτσι αφαιρούνται πολύτιμοι φυτικοί ιστοί και δημιουργούνται μακροπρόθεσμα προβλήματα στη φυσιολογία του δέντρου. Παρ’ όλα αυτα, σε κάθε περίπτωση, οι φυτικοί ιστοί που προκύπτουν έπειτα από μια διαδικασία κλαδέματος, συστήνεται να μην καίγονται, αλλά να θρυμματίζονται με ειδικά μηχανήματα, και το πριονίδι που παράγεται να εναποτίθεται στον ελαιώνα. Κάτι τέτοιο έχει ευεργετικές επιδράσεις, καθώς έχει υπολογιστεί ότι για κάθε 1000 kg κλαδιών με υγρασία 50% που ενσωματώνονται στο έδαφος, προστίθενται σε αυτό 4kg αζώτου, 0,5kg φωσφόρου, 4kg καλίου, 5kg ασβεστίου και 1kg µαγνησίου (Amirante et al., 2002). Σε περίπτωση όμως που κατά την διάρκεια του “κλαδέματος” ο παραγωγός αντιληφθεί ότι υπάρχει κλάδος προσβεβλημένος από ασθένεια ή εχθρό, θα πρέπει να το απομακρύνει από τον ελαιώνα. 

Βιβλιογραφία

 

Οι συνεργάτες μας

Ενώνουμε τις δυνάμεις μας με Μ.Κ.Ο., Πανεπιστήμια και άλλους οργανισμούς παγκοσμίως ώστε μαζί να μπορέσουμε να επιτύχουμε τους κοινούς μας στόχους για βιωσιμότητα και ευημερία των ανθρώπων.