Επιλογή Ποικιλίας και Κλάδεμα Συντήρησης Μουριάς

Επιλογή ποικιλίας – δέντρων και κλαδέματα

Με ένα πλούσιο φύλλωμα που παρέχει απόλυτη σκιά κατά τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες, η μουριά αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της βλάστησης τόσο στις άκρες των δρόμων μεγαλουπόλεων, όσο και στην εξοχή. Πέντε είναι τα σημαντικότερα είδη μουριάς (λευκή, μαύρη, ερυθρά, ρώσικη, μεσοζύγια-αφρικανική). Από αυτά, η  λευκή (white mulberry), Morus alba, αποτελεί το πιο διαδεδομένο είδος σε χώρες με τροπικό, υποτροπικό (Μεσογειακό) και εύκρατο κλίμα (1). Η δημοφιλία αυτού του φυλλοβόλου δέντρου οφείλεται στο ότι έχει πολλαπλές χρήσεις: Χρησιμοποιείται στην σηροτροφία (εκτροφή μεταξοσκωλήκων), για βρώση των καρπών, ως ξυλεία και ως καλλωπιστικό.

Η εδραίωσή του ως καλλωπιστικό φυτό στον αστικό ιστό (πχ άκρες των δρόμων, πάρκα και αυλές σπιτιών) οφείλεται στην ικανότητά του να αναπτύσσεται σε μεγάλη ποικιλία  περιβαλλοντικών συνθηκών, καθώς επίσης και στην ανθεκτικότητά του στην ατμοσφαιρική ρύπανση (2). Μετά την επιτυχημένη εγκατάστασή τους, τα δέντρα μπορούν να αντέξουν σε μακρές περιόδους ξηρασίας. Παράλληλα, μπορεί να αναπτυχθεί εξαιρετικά σε ηλιόλουστα μέρη αλλά και σε μερικώς σκιαζόμενες θέσεις. Ευνοείται από τα γόνιμα εδάφη, αλλά έχει μεγάλη προσαρμοστικότητα σε ποικίλες εδαφολογικές συνθήκες. Συγκεκριμένα, το pH του εδάφους είναι σπάνια ένας περιοριστικός παράγοντας, μιας που αντέχει τόσο σε όξινα όσο και σε αλκαλικά εδάφη (pΗ από 5 έως 8) (3). Η αντοχή του στην αλατότητα του επιτρέπει να αναπτύσσεται και σε παραθαλάσσιες περιοχές, κυρίως όπου δεν επικρατούν πολύ ισχυροί άνεμοι.

Το δέντρο μπορεί να φτάσει τα 15 μέτρα σε ύψος (3) και το ισχυρό ριζικό του σύστημα μπορεί να ανασηκώσει τις πλάκες στα πεζοδρόμια και να προκαλέσει προβλήματα στην άσφαλτο. Για αυτό το λόγο, συστήνεται να φυτεύεται σε μια απόσταση περίπου 2 μέτρων από αυτά τα σημεία (2).

Επιλογή ποικιλίας

H μουριά είναι συνήθως δίοικη (αρσενικά και θηλυκά δέντρα) (4), αλλά υπάρχουν και αρκετές μόνοικες ποικιλίες. Οι καρποί που παράγονται στο τέλος της άνοιξης – καλοκαίρι είναι μούρα πράσινου έως λευκού χρώματος που γίνονται λευκά ή μοβ όταν ωριμάσουν (1).

Η πτώση όμως των υπερώριμων καρπών στο έδαφος αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στις πόλεις, καθώς λερώνει το οδόστρωμα και το κάνει κατά τόπους ολισθηρό και επικίνδυνο για τους πεζούς. Για την αντιμετώπιση αυτού το προβλήματος, εφαρμόζονται τα παρακάτω μέτρα:

  1.     Φύτευση μόνοικων αρσενικών δέντρων, ή στείρων
  2.     Αυστηρό κλάδεμα ώστε να ενισχυθεί η βλάστηση έναντι της καρποφορίας
  3.     Επιλογή ποικιλιών χωρίς καρπούς.

Η μεγάλη ανάγκη για καλλωπιστικά δέντρα μουριάς χωρίς καρπούς (fruitless), οδήγησε στην δημιουργία αρκετών νεών ποικιλιών. Οι πιο κοινές είναι (2,3):

  1.     Stribling: Έχει γρήγορη ανάπτυξη
  2.     Macrophylla: Διαθέτει μεγάλα φύλλα 25-30 εκατοστών.
  3.     Mapleleaf: Έχει γρήγορη ανάπτυξη
  4.     Chaparral: Κλέουσα ή Κρεμοκλαδή (weeping), τα κλαδιά κάμπτονται προς το έδαφος
  5.     Urbana: Κλέουσα ή Κρεμόκλαδη (weeping), τα κλαδιά κάμπτονται προς το έδαφος

Στην Ελλάδα, το πιο διαδεδομένο καλλωπιστικό είδος είναι η Μουριά Πλατανόφυλλη (Morus Platanifolia). Το συγκεκριμένο είδος δεν παράγει καρπούς, έχει γρήγορη ανάπτυξη και πλούσιο φύλλωμα.  Οφείλει το όνομά της στο σχήμα και μέγεθος των φύλλων της (έως 14 cm μήκος και 8-10 cm πλάτος) που μοιάζουν με αυτά του πλατάνου. Ο κορμός μπορεί να φτάσει σε διάμετρο το μισό μέτρο, ενώ το δέντρο επιβιώνει σε θερμοκρασίες έως -25 βαθμούς Κελσίου. Ανάλογα με το μέγεθος, ένα δενδρύλλιο μπορεί να κοστίζει από 15 έως και 600 ευρώ.

Σε περίπτωση που θέλουμε να έχουμε παραγωγή πλούσιων καρπών, μπορούμε να επιλέξουμε μεταξύ και άλλων ποικιλιών λευκής μουριάς. Διάσημες για τον εύγεστο καρπό τους είναι επίσης και η μαύρη (M. nigra) και κόκκινη (M. rubra). Και τα δύο είδη μπορούν εύκολα να καλλιεργηθούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές τις Ελλάδας (προτιμώνται περιοχές με ήπιους χειμώνες), ενώ έχουν γνωρίσει πολύ μεγάλη εξάπλωση παγκοσμίως, ιδίως στην Αμερική και την Ευρώπη.

Κλάδεμα

Το κλάδεμα είναι μια από τις σημαντικότερες καλλιεργητικές φροντίδες καθώς το δέντρο αναπτύσσει σε ετήσια βάση πολύ μεγάλο όγκο βλάστησης. Αν δεν το κλαδέψουμε, σε 2-3 χρόνια θα έχουμε ένα δέντρο ακανόνιστο και μη διαχειρίσιμο. Σε πολλές περιπτώσεις το βάρος των κλάδων είναι τέτοιο που μπορεί να σπάσουν, βάζοντας σε κίνδυνο τους περαστικούς αλλά και τα σταθμευμένα οχήματα. Συνήθως τα δέντρα κλαδεύονται αυστηρά περί τα τέλη φθινοπώρου και τον χειμώνα, όταν έχουν χάσει το περισσότερο ή όλο το φύλλωμά τους. Στις μουριές που βρίσκονται στις άκρες των δρόμων, εφαρμόζεται ένα αυστηρό, βραχύ κλάδεμα όπου αφήνονται 1-2 οφθαλμοί καρποφόρου ξύλου ανά κλάδο. Για να μην ξεφύγουν σε ύψος τα δέντρα, οι 3-4 κύριοι βραχίονες διατηρούνται σε ύψος 1-1,5 μέτρων από την βάση του κορμού.

Αν η μουριά όμως βρίσκεται στην αυλή κάποιου σπιτιού και οι ιδιοκτήτες έχουν επιλέξει μια καρποφόρα ποικιλία ώστε να καταναλώνουν τα παραγόμενα μούρα, τότε το κλάδεμα πρέπει να είναι πιο ελαφρύ. Συγκεκριμένα, αφαιρούνται ξερά, ασθενή και αδύναμα κλαδιά. Οι υπόλοιποι βλαστοί και κλάδοι κόβονται στο 1/3 έως ½ του μήκους τους. Παράλληλα, ανά 2-3 χρόνια συστήνεται η αφαίρεση κάποιων από τους κατώτατους βλαστούς (2).  Σε κάθε περίπτωση, το κλάδεμα δεν θα πρέπει να παραλείπεται καθώς ενισχύει την ανάπτυξη νέων βλαστών και πυκνού φυλλώματος που προσφέρει την πολυπόθητη σκιά. Για τις μουριές που βρίσκονται μέσα στον αστικό ιστό (σε πεζοδρόμια κτλ) όπου υπάρχει έλλειψη χώρου και ανάγκη της μικρότερης δυνατής ηχορύπανσης, η σειρά επαναφορτιζόμενων αλυσοπρίονων MSA της STIHL μοιάζει η καλύτερη επιλογή. Τα μηχανήματα αυτά είναι αθόρυβα, δυνατά, αποτελεσματικά και είναι ιδανικά για όσους θέλουν να δουλεύουν αποδοτικά, με ησυχία και χωρίς ρύπους.

Τα φύλλα και οι πράσινοι βλαστοί όταν τραυματιστούν (ή κοπούν κατά το κλάδεμα) εκλύουν έναν γαλακτώδη χυμό που είναι ελαφρά τοξικός για τον άνθρωπο και μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό του δέρματος. Για το λόγο αυτό, φοράμε πάντα καλής ποιότητας γάντια όταν πρόκειται να εργαστούμε πάνω στο φυτό αυτό.

  1. https://www.cabi.org/isc/datasheet/34816
  2. http://www.gonder.org.tr/wp-content/uploads/2016/03/3-Fruitless-Mulberry-tree-Morus-Alba.pdf
  3.  http://woodyplants.cals.cornell.edu/plant/156
  4.  Burgess, K. S., & Husband, B. C. (2006). Habitat differentiation and the ecological costs of hybridization: the effects of introduced mulberry (Morus alba) on a native congener (M. rubra). Journal of Ecology, 94(6), 1061-1069.

Οι συνεργάτες μας

Ενώνουμε τις δυνάμεις μας με Μ.Κ.Ο., Πανεπιστήμια και άλλους οργανισμούς παγκοσμίως ώστε μαζί να μπορέσουμε να επιτύχουμε τους κοινούς μας στόχους για βιωσιμότητα και ευημερία των ανθρώπων.