Πληροφορίες για την παπάγια

Πληροφορίες για την παπάγια
Παπάγια

James Mwangi Ndiritu

Σύμβουλος Αγροτικής Επιχειρηματικότητας και Περιβαλλοντικής Διαχείρισης

Μοιράσου το:

Το άρθρο αυτό είναι επίσης διαθέσιμο στις ακόλουθες γλώσσες:

Το άρθρο αυτό είναι επίσης διαθέσιμο στις ακόλουθες γλώσσες: English (Αγγλικα) Español (Ισπανικα) हिन्दी (Ινδικα) Português (Πορτογαλικα)

Περισσότερες μεταφράσειςΛιγότερες μεταφράσεις

Η φυσιολογία του φυτού της παπάγιας 

Η παπάγια (Carica papaya L.) είναι το πιο σημαντικό από οικονομική άποψης φρούτο της οικογένειας Caricaceae και το 4ο τροπικό φρούτο με τις περισσότερες εμπορικές συναλλαγές μετά την μπανάνα, το μάνγκο και τον ανανά. Η παπάγια έχει δικαίως κερδίσει τους καταναλωτές χάρη στην υπέροχη γεύση της (γλυκιά γεύση που μοιάζει με πεπόνι ή μπανάνα), την υψηλή θρεπτική αξία και τα οφέλη για την υγεία που προσφέρει η κατανάλωσή τηες. Είναι ένας μικρός φυλλοβόλος θάμνος με μορφή δέντρου και έχει το σχήμα πυραμίδας.  Είναι ταχέως αναπτυσσόμενο με σύντομη διάρκεια ζωής με ένα μόνο ευθύγραμμο ή μερικές φορές διακλαδισμένο βλαστό που φτάνει σε ύψος 2-10 m. Ο βλαστός έχει κυλινδρικό σχήμα και σπογγώδη υφή με ίνες, χαλαρό και με κοιλότητες. Το χρώμα του μπορεί να είναι γκρι ή καφέ-γκρι και η διάμετρος του είναι  10-30 cm. 

Ο καρπός έχει μήκος 10 έως 12.7 εκατοστά και περιέχει μια απαλή κρέμα και η σάρκα έχει ανοιχτό κίτρινο έως πορτοκαλί χρώμα. Ο καρπός τρώγεται συνήθως φρέσκος, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή άλλων προϊόντων. 

Κάθε φυτό φέρει συνήθως περίπου 15-20 φύλλα. Τα φύλλα είναι εναλλασσόμενα, σε σπειροειδή διάταξη, συγκεντρωμένα στην κορυφή, μεταξύ του βλαστού και των κλαδιών. Το μέγεθος των φύλλων παπάγιας είναι περίπου 50 έως 70 cm πλάτος και έως 90 cm μήκος. Είναι λεία, μέτρια σε σχήμα παλαμοειδές, με παχιά ακτινοειδή νεύρα. Τα φύλλα παπάγιας έχουν κύκλο ζωής 6 έως 8 μηνών. 

Τα φυτά έχουν διαφορετικά άνθη που επηρεάζουν τη γονιμοποίηση και την καρπόδεση, τα οποία μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις τύπους: 

1) Αρσενικά (στημονοφόρα – έχουν μόνο στήμονα), 

2) Ερμαφρόδιτα (που έχουν και τα δύο), 

3) Θηλυκό (υπεροφόρο – έχουν μόνο ύπερο). 

Ορισμένα φυτά παπάγιας μπορούν να παράγουν, ταυτόχρονα, περισσότερα από ένα είδη λουλουδιών. Ορισμένα παράγουν άνθη που δεν ανήκουν σε αυτές τις βασικές μορφές, αλλά παρουσιάζουν διαφορετικούς βαθμούς ομοιότητας με αρσενικά και θηλυκά άνθη. Αυτή η τάση αλλαγής της σεξουαλικής έκφρασης φαίνεται να προκαλείται από κλιματικούς παράγοντες, όπως η ξηρασία και οι μεταβλητές θερμοκρασίες. Η τάση παραγωγής αρσενικών ανθέων φαίνεται να αυξάνεται σε υψηλές θερμοκρασίες. Δεδομένου ότι τα αρσενικά δέντρα δεν είναι καρποφόρα και οι καρποί από ερμαφρόδιτα φυτά προτιμώνται σε ορισμένες αγορές, η επιλογή σπόρων που θα δώσουν το μέγιστο αριθμό καρποφόρων δέντρων του επιθυμητού τύπου είναι απαραίτητη. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με την απλή αποθήκευση σπόρων από παραγωγικά ανοιχτής επικονίασης φυτά. Αν γνωρίζει κάποιος την πηγή της γύρης και το είδος του άνθους από το οποίο έχει προέλθει ο καρπός είναι σε θέση να προβλέψει με ακρίβεια το φύλο. Ο παραγωγός πρέπει να μάθει να επικονιάζει με το χέρι για να αποκτήσει τον επιθυμητό συνδυασμό. Αυτό γίνεται καλύπτοντας ένα μη ανοιγμένο άνθος, είτε ερμαφρόδιτο είτε θηλυκό, με μια χάρτινη σακούλα μέχρι να ανοίξει και μεταφέροντας την επιθυμητή γύρη στο δεκτικό έμβρυο. Μελέτες επικονίασης έχουν δείξει ότι: 

1) Τα άνθη με ύπερο που επικονιάζονται από άνθη με στήμονες δίνουν ίσο αριθμό αρσενικών και θηλυκών φυτών, 

2) Τα άνθη του υπέρου που επικονιάζονται με γύρη από ερμαφρόδιτα άνθη δίνουν ίσο αριθμό θηλυκών και ερμαφρόδιτων φυτών, 

3) Τα ερμαφρόδιτα άνθη, είτε αυτογονιμοποιούμενα είτε διασταυρωμένα με άλλα όμοιά τους, δίνουν αναλογία 1 θηλυκό προς 2 ερμαφρόδιτα, 

4) Τα ερμαφρόδιτα άνθη που γονιμοποιούνται από αρσενικά παράγουν ίσο αριθμό θηλυκών, αρσενικών και ερμαφρόδιτων απογόνων. Ο δεύτερος και ο τρίτος συνδυασμός θα παράγουν τον μέγιστο αριθμό καρποφόρων φυτών. 

Άνθη:  Στο φυτό παπάγια είναι γνωστοί έξι τύποι ανθέων. 

α) Τυπικό θηλυκό άνθος. Είναι συνήθως ένα μεγάλο λουλούδι με κωνικό σχήμα όταν είναι κλειστό- και όταν ανοίγει τα πέντε πέταλά του απλώνονται από τη βάση. Η ωοθήκη είναι μεγάλη και κυκλική, λεία ή ελαφρώς υπερυψωμένη. Οι καρποί που παράγονται από αυτό το λουλούδι είναι σφαιρικοί ή ωοειδείς. 

β) Παρόμοιο με το παραπάνω, όταν είναι κλειστό, ο τύπος αυτός έχει πέντε κοντούς ανθήρες, οι οποίοι έχουν παρόμοιο προσανατολισμό με τα πέντε πέταλα που επίσης απλώνονται από τη βάση. Η ωοθήκη έχει πέντε βαθιές επιμήκεις αυλακώσεις που παραμένουν μέχρι την ωρίμανση. Οι καρποί αναπτύσσουν μορφή από σφαιρική έως οβαλ. 

γ) Ερμαφρόδιτο ενδιάμεσο άνθος. Η οργάνωση είναι απροσδιόριστη- τα πέταλα μπορεί να είναι ενωμένα μέχρι τα δύο τρίτα του μήκους τους ή ελεύθερα από τη βάση. Ο αριθμός των ανθήρων κυμαίνεται από δύο έως δέκα. Αυτός ο τύπος λουλουδιού παράγει έναν ακανόνιστου σχήματος καρπό, που θυμίζει το πρόσωπο γάτας (cat face, ή carpellody) και έχει μικρή εμπορική αξία. Τα άνθη αυτά εμφανίζονται συχνότερα όταν οι επικρατούσες θερμοκρασίες είναι 24,5 °C κατά τη διάρκεια της ημέρας και 15,5 °C τη νύχτα. 

δ) Ερμαφρόδιτο επίμηκες άνθος. Τα πέταλα αυτού του τύπου λουλουδιού είναι ενωμένα από το ένα τέταρτο έως τα τρία τέταρτα του συνολικού τους μήκους- παρατηρούνται δέκα ανθήρες, πέντε μακρείς και πέντε κοντοί. Η ωοθήκη είναι μεγάλη και η μορφή του καρπού ποικίλλει από κυλινδρική έως αχλαδοειδής. Από τους διάφορους τύπους ερμαφρόδιτων ανθέων, αυτό είναι το πιο σημαντικό λουλούδι κρίνοντας με την εμπορική αξία 

ε) Ερμαφρόδιτο στείρο άνθος. Πρόκειται για ένα λουλούδι που μοιάζει με αυτό του (δ), αλλά δεν αναπτύσσει ωοθήκη και, ως εκ τούτου, είναι στείρο. Αυτό μπορεί να συμβεί λόγω υψηλών θερμοκρασιών ή υδατικής καταπόνησης. Ως αποτέλεσμα παράγει μόνο γύρη και μπορεί να θεωρηθεί έν;α  λειτουργικό αρσενικό λουλούδι. 

στ) Τυπικό αρσενικό άνθος. Αυτός ο τύπος λουλουδιού έχει μια μακριά και λεπτή στεφάνη που περιέχει ανθήρες σε δύο σειρές των πέντε, με τη μία σειρά να είναι μακρύτερη από την άλλη. Διαθέτουν ύπερο, δεν έχουν στίγμα και είναι μη λειτουργικά (μη αναπαραγωγικά, στείρα). 

Στη φύση, τα φυτά της παπάγιας έχουν αρσενικά και θηλυκά άνθη που βρίσκονται σε ξεχωριστά φυτά. Τα αρσενικά άνθη είναι φυσικά διαφορετικά από τα θηλυκά άνθη. Οι αρσενικές ταξιανθίες φέρονται σε  πυκνές ανθήλες  ή σε βλαστούς που κρέμονται και έχουν μήκος έως 1 m. Τα άνθη είναι κιτρινωπά, μήκους 2-4 cm. Τα πέταλα είναι ενωμένα σε έναν μακρύ σωλήνα, έχουν 10 γόνιμους στήμονες και μια υποτυπώδη, μη λειτουργική ωοθήκη. Οι θηλυκές ταξιανθίες είναι πολύ μικρότερες, μήκους μόνο 3-4 cm, και έχουν λιγότερα άνθη. Τα θηλυκά άνθη είναι μεγαλύτερα, συνήθως λευκού ή κρεμ χρώματος, με πέντε ελεύθερα πέταλα. Δεν υπάρχουν στήμονες αλλά μια μεγάλη ωοθήκη με 5 στίγματα σε σχήμα βεντάλιας. 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν τη σεξουαλική έκφραση. Ως αποτέλεσμα, η σεξουαλικότητα ενός φυτού μπορεί να αλλάζει εποχιακά ή κατά τη διάρκεια της ζωής του. Τα θηλυκά άνθη έχουν κάλυκα που σχηματίζει μια κορώνα ή πεντάκτινο αστέρι  εύκολα διακριτό. Στην κορυφή του κάλυκα, η ωοθήκη βρίσκεται από πέντε κιτρινωπά σέπαλα (όταν είναι νεαρά, παρουσιάζουν μοβ χρωματισμό) τα οποία αργότερα πέφτουν. Υπάρχουν πέντε κίτρινα στίγματα στρογγυλού σχήματος. Οι καρποί από αυτό το λουλούδι είναι συνήθως μεγάλοι και μοιάζουν με μπαλόνι. 

Τα αρσενικά άνθη αναπτύσσονται κατά μήκος στελεχών (μίσχων) μήκους άνω του μισού μέτρου και στο τέλος τους υπάρχουν δέσμες που σχηματίζονται από 15-20 μικρά άνθη. Τα άνθη αυτά αποτελούνται από έναν μακρύ σωλήνα που σχηματίζεται από ενωμένα πέταλα, στο εσωτερικό του οποίου υπάρχουν 10 ανθήρες τοποθετημένοι σε δύο ομάδες των πέντε. Το άνθος έχει έναν μικρό υποτυπώδη ύπερο και δεν έχει στίγματα. Συνήθως δεν παράγονται καρποί ενώ στην περίπτωση που σχηματιστούν ορισμένοι είναι επιμήκεις και χαμηλής ποιότητας. 

Χαρακτηριστικά των καρπών παπάγιας

Ο καρπός έχει όψη πεπονιού ή αχλαδιού, με σχήμα ωοειδές έως σχεδόν στρογγυλό ή επίμηκες ή ροπαλοειδές, με μήκος 15-50 cm και πάχος 10-20 cm. Το βάρος του μπορεί να φθάσει τα 9 kg. Η φλούδα του καρπού χαρακτηρίζεται από την κηρώδη και λεπτή υφή της, η οποία της προσδίδει σκληρότητα. Ο καρπός περιέχει σημαντική ποσότητα λευκού κομμίου (latex) στην άγουρη, πράσινη φάση του φυτού. Η εξωτερική επιφάνεια σταδιακά αποκτά ανοιχτό ή βαθύ κίτρινο χρώμα καθώς ωριμάζει. Ταυτόχρονα, το παχύ στρώμα της  σάρκας αναπτύσσει ένα αρώματα, αναδεικνύοντας αποχρώσεις του κίτρινου, του πορτοκαλί ή ακόμη και ποικίλες αποχρώσεις του απαλού ροζ ή του κόκκινου. Σε αυτό το στάδιο, ο καρπός γίνεται ζουμερός ελαφρώς γλυκός, με γεύση που θυμίζει πεπόνι, ενώ σε ορισμένες ποικιλίες μπορεί να έχει μια ξεχωριστή μυρωδιά, χαρακτηριστικό της ποιότητας. Κάθε καρπός περικλείει, κατά μέσο όρο, 100-500 μαύρους, στρογγυλούς, κυματοειδείς, μαύρους, πιπεράτους σπόρους που συνδέονται ελαφρά με το τοίχωμα του καρπού μέσω μαλακού, λευκού, ινώδους ιστού.

Ποικιλίες: Υπάρχουν πολλές ποικιλίες καρπών παπάγιας και η ποικιλία στο μέγεθος, τη μορφή και το χρώμα είναι μεγάλη. Λόγω της πολύπλοκης γενετικής της σύνθεσης, υπάρχουν λίγες, πραγματικές ποικιλίες παπάγιας που είναι τόσο ομοιόμορφες ως προς τα χαρακτηριστικά όσο άλλες ποικιλίες ποωδών καλλιεργειών. Όταν οι σπόροι προέρχονται από πληθυσμούς με ανοικτή επικονίαση, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι αδύνατο να προκύψουν φυτά που να είναι αρκετά ομοιόμορφα ως προς τον τύπο των ανθέων και τα χαρακτηριστικά των καρπών. Αν και μπορεί να υπάρχει έλλειψη αναγνωρισμένων ποικιλιών, οι παραγωγοί μπορούν να διατηρήσουν ποικιλίες με ελεγχόμενη επικονίαση επιλεγμένων φυτών. Τα μητρικά φυτά πρέπει να επιλέγονται προσεκτικά για πρώιμη και μεγάλη παραγωγή ούτως ώστε να έχουν καρπούς επιθυμητού σχήματος και μεγέθους.

Διαβάστε περισσότερα: 

Παπάγια: Ενδιαφέροντα στοιχεία, διατροφική αξία και οφέλη για την υγεία

Πληροφορίες για την παπάγια

Επαγγελματική καλλιέργεια παπάγιας

 

Βιβλιογραφία:

https://gsconlinepress.com/journals/gscbps/sites/default/files/GSCBPS-2021-0073.pdf

https://edis.ifas.ufl.edu/publication/MG054

https://biosafety.icar.gov.in/wp-content/uploads/2016/10/3_Biology_of_Carica_papaya_Papaya.pdf

https://journals.ashs.org/hortsci/view/journals/hortsci/55/11/article-p1861.xml

Carvalho FP. Agriculture, pesticides, food security and food safety. Environ Sci Policy. 2006; 9(7–8):685– 92.

FAO. Food and Agriculture Organization of the United Nation. Sustainable Food Systems. Concept and Framework. 2018.

Kuhfuss L, Préget R, Thoyer S, Hanley N (2016) Nudging farmers to enrol land into agri-environmental schemes: the role of a collective bonus. Eur Rev Agric Econ 43:609–636.

Lamichhane JR, Dachbrodt-Saaydeh S, Kudsk P, Messéan A (2015) Toward a reduced reliance on conventional pesticides in European agriculture. Plant Dis 100:10–24.

Le Gal P-Y, Dugué P, Faure G, Novak S (2011) How does research address the design of innovative agricultural production systems at the farm level? A review. Agric Syst 104:714–728.

Lechenet M, Bretagnolle V, Bockstaller C et al (2014) Reconciling pesticide reduction with economic and environmental sustainability in arable farming. PLoS ONE 9:e97922.

Lefebvre M, Langrell SRH, Gomez-y-Paloma S (2015) Incentives and policies for integrated pest management in Europe: a review. Agron Sustain Dev 1:27–45

Lesur-Dumoulin C, Malézieux E, Ben-Ari T et al (2017) Lower average yields but similar yield variability in organic versus conventional horticulture. A meta-analysis. Agron Sustain Dev 37:45.

Liu B, Li R, Li H et al (2019) Crop/weed discrimination using a field imaging spectrometer system. Sensors 19:5154.

MacMillan T, Benton TG (2014) Agriculture: engage farmers in research. Nat News 509:25.

Mahlein A-K (2015) Plant disease detection by imaging sensors – parallels and specific demands for precision agriculture and plant phenotyping. Plant Dis 100:241–251.

Maria K, Maria B, Andrea K (2021) Exploring actors, their constellations, and roles in digital agricultural innovations. Agric Syst 186:102952.

Mariotte P, Mehrabi Z, Bezemer TM et al (2018) Plant–soil feedback: bridging natural and agricultural sciences. Trends Ecol Evol 33:129–142.

Martinelli F, Scalenghe R, Davino S et al (2015) Advanced methods of plant disease detection. A review. Agron Sustain Dev 35:1–25.

Sapkota, T.B.; Mazzoncini, M.; Bàrberi, P.; Antichi, D.; Silvestri, N. Fifteen years of no till increase soil organic matter, microbial biomass and arthropod diversity in cover crop-based arable cropping systems. Agron. Sustain. Dev. 2012, 32, 853–863.

Muller, A.; Schader, C.; Scialabba, N.E.H.; Brüggemann, J.; Isensee, A.; Erb, K.; Smith, P.; Klocke, P.; Leiber, F.; Stolze, M.; et al. Strategies for feeding the world more sustainably with organic agriculture. Nat. Commun. 2017, 8, 1290.

Seufert, V.; Ramankutty, N.; Foley, J.A. Comparing the yields of organic and conventional agriculture. Nature 2012, 485, 229–232.

Tal, A. Making conventional agriculture environmentally friendly: Moving beyond the glorification of organic agriculture and the demonization of conventional agriculture. Sustainability 2018, 10, 1078.

 

Οι συνεργάτες μας

Ενώνουμε τις δυνάμεις μας με Μ.Κ.Ο., Πανεπιστήμια και άλλους οργανισμούς παγκοσμίως ώστε μαζί να μπορέσουμε να επιτύχουμε τους κοινούς μας στόχους για βιωσιμότητα και ευημερία των ανθρώπων.